χριστιανομερίτες

χριστιανομερίτες
οι / χριστιανομερῑται, ΝΑ
θρησκειολ. Εβραίοι που ασπάζονταν τον χριστιανισμό, απορρίπτοντας μόνον το μυστήριο τού βαπτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + μερίτης«μέτοχος, συμμέτοχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”